αδαμαντοπωλείο

αδαμαντοπωλείο
το
[αδαμαντοπώλης]
κατάστημα στο οποίο πωλούνται αδαμαντοποίκιλτα κοσμήματα, κοσμηματοπωλείο, χρυσοχοείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδαμαντοπωλείο — το κατάστημα στο οποίο πουλιούνται διαμαντικά ή άλλες πολύτιμες πέτρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδαμαντοπώλης — ο πωλητής, έμπορος διαμαντιών και άλλων πολύτιμων λίθων, καθώς και τιμαλφών, κοσμηματοπώλης, χρυσοχόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + πώλης < πωλώ. ΠΑΡ. αδαμαντοπωλείο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”